- μεταγνώμη
- μεταγνώμη, ἡ (Α)1. αλλαγή γνώμης, μεταβολή απόφασης2. αποσκίρτηση, αποστασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + γνώμη (πρβλ. δια-γνώμη, συγ-γνώμη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταγνώμης — μεταγνώμη change of mind fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγνωμίζω — και μεταγνωμώ (Μ) [μεταγνώμη]. μεταβάλλω γνώμη, αλλάζω απόφαση … Dictionary of Greek